- πρακριτικός
- -ἡ, -ὁ, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετακλασική, δηλαδή τη δημώδη ινδική γλώσσα2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η πρακριτική τα πρακριτικάη δημώδης ινδική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. prakritic < prakrit < αρχ. ινδ. prākrta < prākrta «φυσικός, συνηθισμένος, κοινός»].
Dictionary of Greek. 2013.